- μονάδα
- I
(Μαθημ.). Στο σύνολο των πραγματικών αριθμών διακρίνουμε την θετική μονάδα (1), η οποία είναι ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός, και την αρνητική μονάδα (-1), η οποία είναι ο μέγιστος αρνητικός ακέραιος αριθμός. Η θετική και η αρνητική μ. είναι οι μόνοι ακέραιοι αριθμοί που διαιρούν κάθε ακέραιο. Στο σύνολο των μιγαδικών αριθμών εκτός από την θετική και την αρνητική μ. έχουμε και την φανταστική μονάδα (i) η οποία είναι ο μιγαδικός αριθμός 0 + 1i, ο οποίος είναι η μία από τις δύο λύσεις της εξίσωσης x2 + 1 = 0 (x = ±i ή i2 = -1). Πιο απλά, η φανταστική μονάδα είναι η τετραγωνική ρίζα της αρνητικής μονάδας.II(Πληροφ.). Στην επιστήμη της πληροφορικής και των ηλεκτρονικών υπολογιστών (Η/Υ), ο όρος μ. χρησιμοποιείται με διάφορες έννοιες.μ. αποθήκευσης. Αποκαλούνται οι συσκευές αποθήκευσης που μπορεί να δεχτεί ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής· συσκευές που αποθηκεύουν μόνιμα ή προσωρινά πληροφορίες στο υπολογιστικό σύστημα. Για παράδειγμα, μ. αποθήκευσης είναι οι μ. σκληρού δίσκου και δισκέτας που αποθηκεύουν μόνιμα πληροφορίες (μαγνητικά μέσα)· οι μ. cd-rom και dvd-rom που αποθηκεύουν επίσης μόνιμα πληροφορίες (οπτικά μέσα)· τέλος, η μνήμη RAM, μ. προσωρινής αποθήκευσης.κεντρική μ. επεξεργασίας (central processor unit, CPU). Ψηφιακό κύκλωμα που βρίσκεται στη μητρική κάρτα του Η/Υ το οποίο εκτελεί όλες τις εντολές του συστήματος. Η απόδοση του Η/Υ εξαρτάται άμεσα από την υπολογιστική ισχύ της κεντρικής μ. επεξερεγασίας η οποία καθορίζεται κυρίως από την ταχύτητα (συχνότητα) με την οποία εκτελούνται οι στοιχειώδεις πράξεις. Η ταχύτητα (συχνότητα) αυτή υπολογίζεται σε χερτζ (Hertz, Hz) και με τα πολλαπλάσιά του, κιλοχέρτζ (KHz), μεγαχέρτζ (MHz), γιγαχέρτζ (GHz).αριθμητική λογική μ. (Arithmetic Logical Unit, ALU). Ψηφιακό κύκλωμα που βρίσκεται εντός της κεντρικής μ. επεξεργασίας ενός Η/Υ το οποίο είναι υπεύθυνο κυρίως για την εκτέλεση των αριθμητικών και λογικών πράξεων.* * *και μονάς, η (ΑΜ μονάς, -άδος, Α ιων. τ. μουνάς)1. σύνολο που είτε είναι αυτοτελές από τη φύση του είτε θεωρείται κατά συνθήκην ως αυτοτελές2. (στη χριστιανική διδασκαλία) η Αγία Τριάδα ως μία αδιαίρετη και αδιάσπαστη ενότητα3. (στην αρχαία φιλοσοφία) το απλό και το αδιαίρετο ον, η ενότητα4. (αρχ. μετρ.) η βραχεία συλλαβή η οποία λαμβάνεται ως βάση κατά τη σύνθεση τών διαφόρων μέτρων τής ελληνικής ποίησηςνεοελλ.1. (οικον.) βιομηχανική ή άλλη επιχείρηση ή και τμήμα μεγάλου συγκροτήματος που λειτουργεί αυτοτελώς («θερμοηλεκτρική μονάδα»)2. το κατώτερο κλιμάκιο ενός Όπλου ή Σώματος τών ενόπλων δυνάμεων το οποίο είναι διοικητικά αυτοτελές3. (στη φιλοσοφία τού Λάιμπνιτς) η απειροελάχιστη ψυχοφυσική οντότητα που αποτελεί την έσχατη πραγματικότητα και είναι μοναδική, άφθαρτη, δυναμική ουσία η οποία διακρίνεται από τις άλλες μονάδες από τον βαθμό τής συνείδησής της4. στον πληθ. οι μονάδεςμετρολ. σαφώς καθορισμένες συμβατικές ποσότητες φυσικών μεγεθών προς τις οποίες συγκρίνονται άλλα ομοειδή μεγέθη (α. «σύστημα μονάδων» β. «θεμελιώδεις μονάδες»)5. μαθημ. ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός με την επανάληψη τού οποίου σχηματίζονται όλοι οι φυσικοί αριθμοί («θετική μονάδα»)6. φρ. «μικρή μονάδα» — σύνολο ή ομάδα στρατιωτών με ενιαία διοίκηση, όπως είναι λ.χ. το σύνταγμα, το τάγμα ή και ο λόχοςβ) «μεγάλη μονάδα» — σύνολο μονάδων από όλα τα όπλα τού στρατού ξηράς με επιχειρησιακή αυτοτέλεια, όπως είναι λ.χ. η στρατιά, το σώμα στρατού ή και η μεραρχίαγ) «μονάδα διαπραγματεύσεων»(στο χρηματιστήριο) όρος ο οποίος χρησιμοποιείται για τον ειδικό χαρακτηρισμό τών συναλλαγών σχετικά με τα αξιόγραφα κατά τη διάρκεια τών εκφωνήσεωνδ) «αρνητική μονάδα»μαθημ. μονάδα με επανάληψη τής οποίας παράγονται οι ακέραιοι αρνητικοί αριθμοίε) «φανταστική μονάδα»μαθημ. μονάδα η οποία είναι ίση με την τετραγωνική ρίζα τής αρνητικής μονάδαςστ) «γενικές μονάδες»στρ. μονάδες τών ενόπλων δυνάμεων οι οποίες δεν ανήκουν σε συγκεκριμένο Όπλο ή Σώμαζ) «ειδικές μονάδες» — μονάδες με ειδική σύνθεση, εκπαίδευση και δυνατότητεςμσν.μικτός κλασματικός αριθμόςαρχ.1. άνθρωπος μοναχικός, απομονωμένος, μόνος2. (στην Πυθαγόρεια φιλοσοφία) η φωτιά («κόσμου, οὖ μέσον οἱ Πυθαγορικοί τὸ πῡρ ἱδρῡσθαι νομίζουσι, καὶ τοῡτο Ἑστίαν καλοϋσι καὶ μονάδα», Πλούτ.)3. πλευρά τού κύβου η οποία έχει ένα μόνο στίγμα, ο άσσος τού κύβου4. μέτρο μήκους, ο δάκτυλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. πεντ-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.